- κλεφτόπουλο
- το, θηλ. κλεφτοπούλα(επί τουρκοκρατίας) νεαρός κλέφτης που πολεμούσε κάτω από τις διαταγές καπετάνιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέφτης + -πουλο (πρβλ. αρχοντό-πουλο, βασιλό-πουλο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλεφτόπουλο — το θηλ. κλεφτοπούλα, νεαρός «κλέφτης» στην τουρκοκρατία: Χορεύουν τα κλεφτόπουλα, γλεντάνε τα καημένα, κ ένα μικρό κλεφτόπουλο δεν παίζει, δε χορεύει (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-πουλο — ΝΜ κατάλ. υποκορ. ουδ. τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από το ουδ. τής κατάλ. πουλος* (< λατ. pullus «νεοσσός»). Η κατάλ. αυτή απαντά αρχικά σε λ. που δηλώνουν νεοσσούς, μικρά πουλιών (πρβλ. αετό πουλο, ορνιθό πουλο), στη … Dictionary of Greek
κλέφτης — Κορυφή (1.846 μ.) του Σμόλικα, στο δυτικό άκρο του. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού Ιωαννίνων, ΒΑ της Κόνιτσας. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946 49), το ύψωμα έγινε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων ανάμεσα στους Έλληνες. Το καλοκαίρι … Dictionary of Greek